- φιλονάματος
- φῐλο-νάμᾰτος [pron. full] [νᾱ], ον,A loving water, Orph.H.8.16.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλονάματος — ον, Α αυτός που αγαπά το νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + νάματος (< νᾶμα, άματος «νερό που αναβλύζει από πηγή»)] … Dictionary of Greek
φιλονάματε — φιλονά̱ματε , φιλονάματος loving water masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)